Για πολλούς αυτή η λέξη ίσως να συνδέεται με κάποια εικόνα γλυκιάς και υγιούς ενότητας και σύνδεσης. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο όρος «συνεξάρτηση» σημαίνει το ακριβώς αντίθετο … δηλαδή αρρώστους, μη παραγωγικούς ή ακόμη και αυτοκαταστροφικούς τρόπους συσχέτισης με τους άλλους.
Ο όρος «συνεξάρτηση» πρωτοεμφανίστηκε στην αρχή της δεκαετίας του ’80, για να περιγράψει τη συμπεριφορά των συζύγων ή των συντρόφων των αλκοολικών και των χημικά εξαρτημένων ατόμων.
Αυτό οφείλεται στο ότι η πολυετής και εντατική δουλειά με χημικά εξαρτημένα άτομα και τις οικογένειές τους αποκάλυψε ότι οι άνθρωποι που τους συντρόφευαν ή τους φρόντιζαν, συχνά το έκαναν εξαιτίας δικών τους προβλημάτων που μοιάζανε πολύ με τα προβλήματα των εθισμένων.
Παρατηρήθηκε επίσης, ότι παρόλο που οι σύντροφοι και οι συγγενείς έμοιαζαν να φροντίζουν και να υποστηρίζουν τους ανθρώπους τους με όλη τους τη δύναμη, οι εθισμένοι, (είτε στο αλκοόλ είτε στα ναρκωτικά είτε στο τζόγο είτε σε κατάχρηση τροφής), δε γινόντουσαν καλύτερα. Αντίθετα, τα πράγματα χειροτέρευαν.
Ένας λόγος γι’ αυτό ήταν και είναι, ότι με αυτή τη στάση τους, αντί να βοηθήσουν τον εθισμένο να αφήσει την ουσία του (ή τη συμπεριφορά του), άθελά τους κάνανε ό,τι ακριβώς χρειαζότανε για να τον βοηθήσουν να συνεχίσει αυτήν την αυτοκαταστροφική του συμπεριφορά. Γι’ αυτό παλιότερα, τα άτομα αυτά δεν αναγνωρίζονταν ως «συνεξαρτημένοι», αλλά ονομάζονταν «βοηθούντες». Ήταν αυτοί που πάντα θα καλοδέχονταν στο σπίτι τον αλκοολικό μετά το μεθύσι του, θα έδιναν τροφή και στέγη στον ηρωινομανή, θα φρόντιζαν ο τζογαδόρος να έχει ένα ζεστό γεύμα μετά το παιχνίδι του κλπ.
Έτσι, λοιπόν, αφού μελετήθηκε το φαινόμενο, κυρίως στα θεραπευτικά κέντρα της Αμερικής, οι ειδικοί συνειδητοποίησαν ότι η συνεξαρτητική συμπεριφορά είχε πολύ μεγαλύτερες επιπλοκές από ότι είχε φανεί στην αρχή. Ανακάλυψαν ότι, παρόλο που συνήθως εμφανίζονταν γύρω από κάποιας μορφής χημική εξάρτηση, μπορούσε πολύ εύκολα να εμφανιστεί και σε καταστάσεις που δεν είχαν καμία σχέση με οποιασδήποτε μορφής κατάχρηση ουσιών. Ακόμη περισσότερο, ανακάλυψαν πως αυτού του τύπου οι σχέσεις ήταν εξαιρετικά εξαπλωμένες μέσα στη κοινωνία. Η αλήθεια ήταν ότι συζητούσαν για επιδημιολογική κατάσταση που όσο περνούσε ο καιρός γινόταν χειρότερη.
Συνεξάρτηση είναι ο όρος που χρησιμοποιούμε για να περιγράφουμε αυτούς τους ανθρώπους που εξαρτώνται από τους άλλους για να δουν πόσο αυτοεκτίμηση έχουν. Είναι οι υπερπροστατευτικές σύζυγοι, οι πιστοί γραμματείς, οι αφοσιωμένοι γιατροί και οι ακούραστοι κοινωνικοί λειτουργοί. Όχι ότι είναι κακό να είσαι υποστηρικτικός ή αφοσιωμένος αλλά μια τέτοια συμπεριφορά γίνεται συνεξαρτητική όταν γίνεται εκτός τόπου ή χωρίς κρίση, και η υποστήριξη και η αφοσίωση συνεχίζονται όταν δεν το αξίζει ο άλλος ή δεν είναι πρέπον.
Για παράδειγμα, θα μιλούσαμε για μια γραμματέα, γι’ αυτήν που είναι πρόθυμη να δουλέψει παραπάνω ώρα χωρίς λεφτά ή να αναλάβει παραπανίσια καθήκοντα, βάζοντας τη ζωή της σε δεύτερη μοίρα προκειμένου να υπηρετήσει ένα αφεντικό που ίσως δε θα της πει ούτε ευχαριστώ..