Ο εθισμός αρχίζει σαν μια συναισθηματική ψευδαίσθηση που εδραιώνεται στον εθισμένο πριν το περιβάλλον του ή και ο ίδιος ο εθισμένος συνειδητοποιήσει ότι έχει δημιουργήσει μια εθιστική σχέση. Ο εθισμένος αρχίζει να χτίζει ένα αμυντικό σύστημα για να προστατεύσει το εθιστικό σύστημα αξιών από τυχόν επιθέσεις των άλλων, αλλά μόνο αφού ο εθισμός έχει ιδρυθεί σε ένα συναισθηματικό επίπεδο. Σε ένα διανοητικό επίπεδο σκέψης, ο εθισμένος ξέρει πως ένα αντικείμενο δεν μπορεί να φέρει συναισθηματική πληρότητα. Οι αλκοολικοί έχουν ακούσει το παλιό ρητό «δεν μπορείς να καταφύγεις σε ένα μπουκάλι». Οι εργασιομανείς ξέρουν ότι «στη ζωή υπάρχουν και άλλα πράγματα εκτός από την εργασία». Αυτοί που ξοδεύουν παθολογικά κατανοούν πως «το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία».
Η αρρώστια του εθισμού αρχίζει πολύ βαθιά μέσα στο άτομο και υποφέρει σε ένα συναισθηματικό επίπεδο. Η εγγύτητα, θετική ή αρνητική, είναι μια συναισθηματική εμπειρία που δεν μπορεί να αξιολογηθεί λογικά. Ο εθισμός είναι μια συναισθηματική σχέση με ένα αντικείμενο ή κατάσταση, μέσα από το οποίο ο εθισμένος προσπαθεί να καλύψει τις ανάγκες του για εγγύτητα και οικειότητα. Ιδωμένη κάτω από αυτό το πρίσμα, η λογική του εθισμού αρχίζει να γίνεται ξεκάθαρη. Όταν ο παθολογικός φαγάς είναι λυπημένος, τρώει για να νιώσει καλύτερα. Όταν οι αλκοολικοί αρχίζουν να χάνουν τον έλεγχο με το θυμό τους, πίνουν ένα-δυο ποτά για να ανακτήσουν τον έλεγχο.
Ο εθισμός είναι πολύ λογικός και ακολουθεί μια λογική πορεία, όμως η πορεία αυτή βασίζεται σε αυτό που ονομάζω συναισθηματική λογική, όχι διανοητική λογική. Ένα άτομο που θα προσπαθήσει να κατανοήσει τον εθισμό με την διανοητική λογική θα μπερδευτεί και θα αισθανθεί πως ο εθισμένος τον χειρίζεται. Αυτός είναι εν μέρει ο λόγος που η ατομική θεραπεία (συζήτηση ένας προς έναν μόνο με έναν σύμβουλο και χωρίς ομάδα υποστήριξης) είναι τόσο αναποτελεσματική στο να πείσει τον εθισμένο να σταματήσει τις εθιστικές, καταστροφικές του σχέσεις.
Με δυο λόγια θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τη συναισθηματική λογική με την φράση «θέλω αυτό που θέλω και το θέλω τώρα». Οι συναισθηματικές ανάγκες δίνουν την αίσθηση ότι είναι επείγουσες και αναγκαστικές. Το έργο της συναισθηματικής λογικής είναι να ικανοποιήσει αυτήν την κατεπείγουσα ανάγκη ακόμα και αν δεν είναι προς συμφέρον του ατόμου.
Παράδειγμα, ένας τζογαδόρος λέει στον εαυτό του πως δε θα παίξει άλλο αυτήν την εβδομάδα. Σύντομα όμως, περνάει μια δύσκολή μέρα στη δουλειά και νιώθει άβολα, οπότε κοιτάει το πρόγραμμα των ιπποδρομιών για να ησυχάσει τα συναισθήματά του, συνεχίζοντας να λέει στον εαυτό του πως δεν θα παίξει αυτήν την εβδομάδα. Καθώς εξετάζει το πρόγραμμα, αρχίζει να αφουγκράζεται την συναισθηματική λογική που του λέει πως βρήκε ένα σίγουρο για να στοιχηματίσει. «Πως δεν το είχα δει αυτό;» αναρωτιέται. «Θα ήμουν τελείως τρελός να χάσω αυτήν την ευκαιρία!». Έτσι, διχάζεται μέσα του – μια πλευρά πιστεύει σε αυτό το σίγουρο και η άλλη πλευρά να του θυμίζει την υπόσχεση του να μην παίξει άλλο την υπόλοιπη εβδομάδα. Μέσα του η συναισθηματική πίεση ανεβαίνει. Επειδή ο εθισμός αφορά στην βαθιά υποταγή να ικανοποιηθούν οι συναισθηματικές πιέσεις, θα πρέπει τελικά να ενδώσει στον πόθο του, ειδικά αφού έχει πείσει τον εαυτό του ότι θα ήταν κουτό να χάσει αυτήν την ευκαιρία.
Η συναισθηματική λογική βάζει τον εθισμένο αντιμέτωπο με τον ίδιο του τον εαυτό. Στο βιβλίο Αλκοολικοί Ανώνυμοι υπάρχει μια παράγραφος που λέει: «Θυμηθείτε πως έχουμε να κάνουμε με το αλκοόλ – πονηρό, πολύπλοκο, ισχυρό!». Αυτός είναι ένας από τους πιο αληθινούς τρόπους να περιγράψουμε τη συναισθηματική λογική που συναντάται σε όλους τους εθισμούς: πονηρή, πολύπλοκη, ισχυρή…